Πως ένα απόγευμα, έγινε βράδυ, έγινε ξημέρωμα σε ένα νοσοκομείο της ανοιξιάτικης Αθήνας. Παρέα με τον προσωπικό μου φύλακα.
Ξεκίνησα να πάω εκείνο το απόγευμα για να βοηθήσω, να συμπαρασταθώ, να είμαι εκεί μαζί τους. Μιας και ήμουν γεμάτη όμορφες εικόνες και είχα καλή διάθεση θεώρησα ότι θα ήταν μια “εύκολη υπόθεση” και μια πράξη που θα διόρθωνε λίγο το κάρμα μου.
Ο χρόνος πέρναγε διαφορετικά με την άφιξη μου στα επείγοντα εκείνου του νοσοκομείου. Οι δικοί μου άνθρωποι σα να φαινόντουσαν πιο κουρασμένοι απ’ ότι συνήθως. Τους έδιωξα γιατί δεν υπήρχε λόγος να βρίσκονται και εκείνοι εκεί. Ήταν ήδη πολύ καταβεβλημένοι ψυχολογικά, εγώ άντεχα. Έμεινα να παρατηρώ. Άμαθη σε κακουχίες, πρέπει ακόμα να είχα το (ίσως υπεροπτικό ) ύφος του “δεν ανήκω εδώ”. Αυτό το “εδώ είμαι, αλλά δεν συμμετέχω, δεν θα εμπλακώ” . Ξέχναγα ότι για αυτό ακριβώς είχα πάει . Για να εμπλακώ!
Το φως άλλαζε, οι θόρυβοι γίνονταν πιο ενοχλητικοί, η φρεσκάδα έφευγε, οι μυρωδιές ασχήμαιναν, η αρρώστια σα να γέλαγε υστερικά, δεν άλλαζε τίποτα. Εκείνη όμως να αντέχει και να μοιράζει ευχές. Όλα γύρω ήταν ξένα…..ξαφνικά η πραγματικότητα μου χτύπαγε το πρόσωπο, όπως ανοίγεις μια εξωτερική πόρτα ένα χειμωνιάτικο βράδυ, σε χτυπάει στο πρόσωπο το κρύο, ενώ είσαι ακόμα μέσα στο δωμάτιο της θαλπωρής.
Αλλά οι “φύλακες ” δεν σε αφήνουν πότε να καταρρεύσεις, το ήξερα , το αισθανόμουν. Ναι, αυτοί που σε προσέχουν όταν θεωρητικά δεν το περιμένεις. Μέσα στην ασχήμια, τον πόνο, τη δυσοσμία, διέκρινα τον φύλακα μου. Να πάρει το βάρος από πάνω μου, να μοιραστεί, να νοιαστεί. Όλοι έχουμε φύλακες. Πρέπει να τους αφήνουμε να μας πλησιάζουν. Ξαφνικά άλλαξε η ροή των πάντων. Ο φύλακας φώτιζε να περπατάω, έπαιρνε την ένταση από το σώμα, έδινε ήπια οδηγίες, καθοδηγούσε και ήταν παρόν. Ώσπου ξαφνικά έφυγε.
Δεν χάθηκε πότε η ελπίδα και η δύναμη τριπλασιαστηκε.
Πέρασε η νύχτα, πάντα παρηγορεί η μέρα.
Όλα είχαν μπει στη θέση τους.
Γύριζα σπίτι.
Μόνη μου ήμουν (με τον φύλακα πάντα μέσα μου).